-
21 καὶ νῦν
-
22 καὶ γάρ
-
23 καὶ μέν
καὶ μέν, und freilich, allerdings -
24 καὶ μήν
καὶ μήν, und gewiß, gewiß auch, ja auch; und doch, nun aber -
25 καὶ νῦν
καὶ νῦν, und nun, und jetzt, jetzt auch; eben noch -
26 ἐννεα-και-εικοσι-και-εκτακοσιο
ἐννεα-και-εικοσι-και-εκτακοσιο-πλασιάκις, siebenhundertneunundzwanzigmal, Plat. Rep. IX, 587 e.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐννεα-και-εικοσι-και-εκτακοσιο
-
27 τεσσαρες-και-δέκατος
τεσσαρες-και-δέκατος, der vierzehnte, kommt im neutr. nicht vor, dagegen ion. τεσσερες-και-δέκατον, Her. 1, 84.
-
28 εἰ καί
-
29 εἰ καί
-
30 πεντ-επι-και-δέκατος
πεντ-επι-και-δέκατος, der fünfte zu dem zehnten, d. i. poet. statt πεντεκαιδέκατος, Agath. 72 (XI, 482).
-
31 πεντε-και-πεντηκοντα-ετής
πεντε-και-πεντηκοντα-ετής, ές, fünfundfunfzigjährig, Plat. Rep. V, 460 e.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-πεντηκοντα-ετής
-
32 πεντε-και-τριακοντ-ούτης
πεντε-και-τριακοντ-ούτης, ες, fünfunddreißigjährig, Plat. Legg. VI, 774 a.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-τριακοντ-ούτης
-
33 πεντε-και-τεσσαρακονθ-ήμερος
πεντε-και-τεσσαρακονθ-ήμερος, fünfundvierzigtägig, Hippocr.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-τεσσαρακονθ-ήμερος
-
34 πεντε-και-εικοστός
πεντε-και-εικοστός, der fünfundzwanzigste, Plat. Theaet. 175 a.
-
35 πεντε-και-εικοσι-ετής
πεντε-και-εικοσι-ετής, ές, fünfundzwanzigjährig, D. Cass. 52, 20.
-
36 πεντε-και-εικοσά-σημος
πεντε-και-εικοσά-σημος, von od. mit fünfundzwanzig Zeichen, Längen, Zeittheilen, Arist. Quint.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-εικοσά-σημος
-
37 πεντε-και-είκοσι
πεντε-και-είκοσι, fünfundzwanzig.
-
38 πεντε-και-δεχ-ήμερος
πεντε-και-δεχ-ήμερος, funfzehntägig, ἀνοχαί, Pol. 18, 17, 5.
-
39 πεντε-και-δεκα-πηχυαῖος
πεντε-και-δεκα-πηχυαῖος, = Folgdm, Tzetz.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-δεκα-πηχυαῖος
-
40 πεντε-και-δεκα-πλασίων
πεντε-και-δεκα-πλασίων, ονος, funfzehnfach; Plut. de plac. philos. 2, 30; Ath. II, 58 a.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-δεκα-πλασίων
См. также в других словарях:
και — κι 1. σύνδ. συμπλεκτικός που ενώνει κατά παράταξη δύο λέξεις ή δύο φράσεις ή δύο προτάσεις: Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια. 2. ως προσθετικός σύνδ. σημαίνει «επίσης»: Σημαίνει κι η Αγια Σοφιά. 3. ως επιδοτικός σημαίνει «ακόμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
και δη — και / καὶ δή, καὶ δὴ καί (Α) βλ. δη … Dictionary of Greek
και δε — καὶ δέ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και ει — καὶ εὶ, κατά κράση κεἰ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και νυ κε(ν) — καὶ νὺ κε(ν) (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και ρα — καὶ ῤά (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
καί — and indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
Καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. — καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. См. Руками и ногами упираться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
και γαρ — καὶ γάρ (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek
και μην — καὶ μήν (Α) βλ. και (Ι) … Dictionary of Greek